Κούκλα
"Ήθελα να φύγω. Το μόνο που θυμάμαι ξεκάθαρα μετά από τόσα χρόνια είναι αυτό το συναίσθημα που χτυπούσε στα τοιχώματα της ψυχής μου. Σαν κραυγή μέσα μου που ψάχνει διέξοδο. Ήξερα πως δεν είχα την δύναμη, αλλά ήθελα να σταθώ στα πόδια μου, να σκίσω τα ρούχα μου και να τρέξω. Να τρέξω τόσο πολύ που τα παπούτσια μου να λιώσουν. Η φυγή δεν είναι επιλογή, είναι εξαναγκασμός.

Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών...ήμουν παιδί. Έπαιζα με μια πάνινη κούκλα,γεμισμένη με άχυρο και με δυο σχοινιά για κοτσίδες. Με ηρεμούσε, με ζέσταινε, με συμπονούσε. Ήταν η ώρα που είχα τελειώσει όλες τις δουλειές μου, όλα αυτά για τα οποία γεννήθηκα να κάνω. Τώρα που το σκέφτομαι δεν έπαιζα ακριβώς, μάλλον πιο πολύ μιλούσα στον εαυτό μου για εμένα. Ήμασταν πάντα μόνο εμείς οι δύο. Της έλεγα πως πέρασα την μέρα μου και τι μου έκανε εντύπωση, τι καινούργιο έμαθα ή τι αναστάτωσε τη καθημερινότητα μου. Έπαιρνα την κούκλα στα χέρια μου και μιλούσα, τη ρωτούσα αν οι ώρες της ήταν τόσο αβάσταχτα κουραστικές σαν τις δικές μου και πάντα μου απαντούσε πως η μέρα της ήταν χάλια, πολύ πιο χάλια από την δική μου. Χρόνια περίμενα να δω κάτι μοναδικό. Αν καμιά φορά πίστευα ότι έβρισκα κάτι ξεχωριστό, οι άλλοι μου έλεγαν «σιγά το πράγμα» και εγώ τους πίστευα. Συμφωνούσα μαζί τους, έλεγα πως τελικά δεν ήταν τόσο σπουδαίο, και αυτόματα η χαρά που μου είχε προσφέρει, χανόταν.
Ήμουν παιδί εκείνη τη μέρα. Καθόμουν στην κουζίνα του σπιτιού μας με τη μητέρα μου. Η μητέρα μου έβραζε στάρι για το μνημόσυνο ενός γείτονα μας και εγώ καθόμουν κοντά στην ξυλόσομπα με την κούκλα μου. Ο πατέρας μου μπήκε στην κουζίνα αργά το απόγευμα μετά το καφενείο. Έξω σκοτάδι. Ήταν χειμώνας και η νύχτα ξεκινούσε από τις πέντε το απόγευμα.
Ήταν αναψοκοκκινισμένος και έδειχνε μεθυσμένος. Μας ξάφνιασε. Κάθισε στην πόρτα για λίγα δεύτερα χωρίς να μας μιλάει αλλά αμέσως ακούστηκε η φωνή της μάνας μου:
-Μπες μέσα χριστιανέ μου, θα ποντάρει η κοπέλα!
Ο πατέρας μου δεν έκανε βήμα. Την κοίταξε αποσβολωμένος και της ξεστόμισε:
- Έδωκα την κοπέλα.
- Τι λες μωρέ; Πάλι σε μεθύσανε;
Γύρισε τότε προς το μέρος μου και με βουρκωμένα μάτια είπε:
- Την άλλη βδομάδα παντρεύεσαι.
Ήταν
η τελευταία η μέρα
που θυμάμαι ότι ήμουν ο εαυτός μου. Μετά έγινα νύφη, έγινα σύζυγος,
έγινα ερωμένη, έγινα μητέρα, έγινα νοσοκόμα, έγινα μαγείρισσα, έγινα
καθαρίστρια. Μετά έγινα γυναίκα"
Κείμενο: Ιωάννα Λιβιτσάνου