"Ξεραθιμιές του κόσμου"

11/01/2025

Μεγαλώνοντας άκουγα συχνά ιστορίες για ξεχασμένα γεγονότα, χαμηλόφωνες υπόνοιες ντροπής και οίκτου από γυναίκες για άλλες γυναίκες, που αν δώσεις λίγο παραπάνω σημασία μαρτυρούν όχι απλά μια σκληρή πραγματικότητα, αλλά μια επικίνδυνη βιοπάλη των γυναικών από την ώρα της πρώτης τους ανάσας σε αυτόν τον κόσμο. 

Συνομίλησα με την κυρία Γεωργούλα Ζαμπέλη, μια Λευκαδίτισσα που έζησε χρονικά σε μια κοινωνία, η οποία οριακά ανέχονταν την ύπαρξη των γυναικών. Μου τραγούδησε, μου είπε ποιήματα και θεατρικά μονόπρακτα από το σχολείο της χωρίς να κομπιάσει, με ένα λόγο σχεδόν ποιητικό και με ένα χαμόγελο που έχει κάθε μεγάλος άνθρωπος που έζησε ωραία και τίμια.
Ήταν η πρώτη φορά που την συναντούσα και στην αρχή μου έμοιαζε όπως κάθε γυναίκα της ηλικίας της: καλοκάγαθη, με το μαντήλι της και το άγχος της να με τρατάρει κάτι - πρώτη φορά στο σπίτι της- . Όσο περνούσε η ώρα η ομιλία της, ο τρόπος που διάλεγε τις λέξεις της, το μνημονικό της με έκανε πραγματικά να την θαυμάσω. Είχε να μου πει τόσα πράγματα για να θυμούνται οι νέες γενιές από το σχολείο της, την καθημερινότητα, από χαρές και γλέντια. Παρόλα αυτά ήθελα να μάθω από την ίδια περισσότερα για τις γυναίκες εκείνης της εποχής. Πως ήταν να είσαι γυναίκα τότε.

Η απάντηση της ξεκίνησε με δυσανασχέτηση: " Δε τις θελαν, παιδί μου, τις κοπέλες...δεν ήταν καλοδεχούμενα τα κορίτσια σε ένα σπίτι.

Για να καταλάβεις μια γυναίκα συγχωριανή μου, είχε αγγονιές και ήταν μια μέρα στην αυλή της με την μάνα μου και τάιζε την αγγονιά της τη μικρή. Περνάει τότε μια γειτόνισσα και της λέει :

-Τι την θες αυτήνε τώρα ; Πέταξε την στον φεγγάρι να πάει στον τάδε …

-Δεν την πετάω, θεια, αφού την έδωκε ο Θέος.

Ήταν κακοδεχούμενες οι κοπέλες, καλύτερα να μην γεννιόντουσαν. "

Από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι οι λόγοι ήταν τόσο κοινωνικοί όσο και οικονομικοί. Ειδικά μια φτωχή οικογένεια έβλεπε σαν βάρος το κορίτσι , να το ταΐσουν, να προστατεύσουν τη τιμή του , να το προικίσουν αργότερα.  Η κυρία Γεωργούλα μου είπε για κάποιες "τακτικές" γυναικών πριν από 70 (ίσως και παραπάνω) χρόνια, τις οποίες σήμερα αναλογιζόμαστε ως εγκλήματα.

" Λέγανε εκείνα τα χρόνια στις μανάδες με πολλές κοπέλες : « Βγάλ΄το στο φεγγάρι». Σήμαινε, δηλαδή, να αφήσουν το νεογέννητο κοριτσάκι στο περβάζι ή στο κατώφλι τη νύχτα. Το πρωί το μωρό θα ήταν νεκρό από το κρύο. 

Μια άλλη γυναίκα άφηνε την αγγονιά της -δύο τριών χρονών - ξεβράκωτη και ξυπόλυτη να κοιμάται έξω στη πλάκα, στο σκαλί της πόρτας για να πεθάνει. Σα γατσούλι.

Άλλη γυναίκα έβαζε στο στέρνο των κοριτσιών της πανί με παγωμένο νερό , ενώ ήταν άρρωστα με βρογχίτιδα. Για να τα κόψει η πνευμονία.

Ο γείτονας μου όταν γέννησε η νύφη του και έκανε κοπέλα , βγήκε στο μπαλκόνι και φώναζε προς στο κτήμα στον γιο του : «Τρέχα, παιδί μου, και η γυναίκα σου έκαμε ξεραθιμιές του κόσμου».

Δεν είχα ξανακούσει αυτή την λέξη ξεραθιμιά και ρώτησα τι σήμαινε: "Να την ξεραθιμάει, να την δοκιμάζει ο κόσμος."

Συνέχισε την ιστορία της λέγοντας μου: "Ο ίδιος γείτονας εβγήκε πάλι στο μπαλκόνι όταν η νύφη του έκανε αγόρι και φώναζε : «Τρέξε και σώζονται οι νόμοι και οι προφήτες !»

Βαράγανε τις γυναίκες στην κοιλιά μέχρι να αποβάλλουν,αν είχαν κάνει ήδη πολλά κορίτσια. Οι πεθερές έβριζαν τις νύφες που έκαναν κορίτσια. Κι αν η γυναίκα δεν έκανε παιδιά, αν ήταν στέρφα... τότε η ζωή της ήταν πραγματικό μαρτύριο. Ήταν η ντροπή της οικογένειας.

Είχα ακούσει από έναν μπάρμπα μου μια ιστορία που είχε γίνει πολλά χρόνια πριν κι από αυτόνε. Μια κοπέλα  είχε αγκαστρωθεί και θα έκανε ένα μούλο. Ήταν λίγο χοντρούλα και με τα χωριάτικα δεν κατάλαβε κανείς ότι ήταν έγκυος. Πήγε στον μύλο απάνω στο Κάβαλο, την νύχτα, όταν την έπιασαν οι πόνοι. Γέννησε μοναχή της. Ήταν καλοκαίρι και είχε φεγγάρι, κι ένας αγροφύλακας, ο μπάρμπα Στάθης ο Λιβιτσάνος άκουσε τις φωνές και τα κλάματα, έτρεξε να πάει να δει και μέχρι να φτάσει, η μάνα είχε σκοτώσει το παιδί. Δεν τολμούσε να πάει στο σπίτι της με το παιδί. Θα την σκότωναν και αυτή μαζί.

Άμα ήσουνα γυναίκα τότε δεν είχες ούτε ελευθερία ούτε χρόνο. Ούτε να χαιρετήσεις, ούτε να έχεις φιλενάδα, ούτε να σκεφτείς."

Την άκουγα και στο μυαλό μου έρχονταν συνεχώς το διήγημα " Φόνισσα" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Πόσο πραγματικά ήταν αυτά τα εγκλήματα κατά των γυναικών, γιατί απλά υπήρχαν ως γυναίκες. Εγκλήματα από άλλες γυναίκες που προσπαθούσαν και οι ίδιες να επιβιώσουν σε μια σκληροπυρηνική πατριαρχική κοινωνία που δεν τις ήθελε, αλλά τις ανέχονταν για να κρατάνε το σπίτι, να γηροκομούν του γονείς και τα πεθερικά τους, να γεννάνε... Κι αν δεν γεννούσαν; Ή αν γεννούσαν πολλά κορίτσια; Τότε ήταν αχρείαστες.



Ευχαριστώ από την καρδιά μου την κυρία Γεωργούλα Ζαμπέλη για όλα όσα μοιράστηκε μαζί μου και την φίλη μου κυρία Μαρία Ζαβιτσάνου για την υποστήριξη της.

© 2024 Livitsanou Ioanna, Lefkada, Ionian Islands, 31100, GR
Powered by Webnode Cookies
Create your website for free!