Αδέρφια

Ανάθεμά τον που το ειπή: «Τ' αδέρφια δέν πονιούνται».
Τ' αδέρφια σκίζουν τα βουνά και δέντρα ξεριζώνουν.
Τ' αδέρφια εκυνηγήσανε κι ενίκησαν το Χάρο.
Δυο αδέρφια είχαν αδερφή στον κόσμο ξακουσμένη,
τη φθόναγεν η γειτονιά, τη ζήλευεν η χώρα,
τη ζήλεψε κι ο Χάροντας και θέλει να την πάρη.
Στο σπίτι τρέχει και βρονά σάν νά ᾽ταν νοικοκύρης:
- Άνοιξε, κόρη, γιά να μπω, ΄τοιμάσου να σε πάρω,
τι εγώ είμ' ο γιος της μαύρης γης, τς αραχνιασμένης πέτρας.
-Άσε με, Χάροντ᾽, άσε με, σήμερα μη με πάρης,
ταχιά Σαββάτο να λουστώ, την Κυριακή ν' αλλάξω,
και τη Δευτέρα το ταχύ έρχομαι μοναχή μου.
Απ' τα μαλλιά την άρπαξε κι ἡ κόρη κλαίει και σκούζει
να και τ' ἀδέρφια που ᾽φτασαν ψηλά απ' το κορφοβούνι·
το Χάροντα κυνήγησαν και γλύτωσαν την κόρη.
Δημοτικό Τραγούδι